ἀθηρώματος

ἀθηρώματος
ἀθήρωμα
tumour full of gruel-like matter
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αθηρωματική πλάκα — Σκληρυμένη μάζα αθηρώματος, που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της αθηρωματοσκλήρυνσης …   Dictionary of Greek

  • αθηρωμάτωση ή αθηροματοσκλήρυνση — Πάχυνση του έσω χιτώνα του αρτηριακού τοιχώματος (λόγω εναπόθεσης λιπαρών ουσιών), που έχει ως συνέπεια τη στένωση του αυλού των αρτηριών. Οι λιποπρωτεΐνες (σωματίδια τα οποία μεταφέρουν τη χοληστερίνη, που ευθύνεται για τον σχηματισμό του… …   Dictionary of Greek

  • αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”